φατνιοδοντικός

φατνιοδοντικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φατνία τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + οδοντικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”